- ταβατούρι
- το, Νβλ. νταβαντούρι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ταβατούρι — ταβατούρι, το και νταβατούρι, το (λ. τουρκ.), θόρυβος, σύγχυση, φασαρία: Δε σ ακούω απ το ταβατούρι … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
νταβαντούρι — και νταβατούρι και ταβατούρι, το 1. έντονος θόρυβος που συνδυάζεται με αταξία και σύγχυση ως απόρροια συρροής πλήθους ανθρώπων 2. καβγάς, συμπλοκή, επεισόδιο. [ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. tevatur «πολλοί μάρτυρες στο δικαστήριο»] … Dictionary of Greek
tevatură — TEVATÚRĂ s.f. Zarvă, gălăgie, scandal. ♦ Bucluc, neplăcere. ♦ Tulburare, încăierare, răscoală, răzmeriţă. – Din tc. tevatür. Trimis de RACAI, 07.12.2003. Sursa: DEX 98 TEVATÚRĂ s. v. hărmălaie. Trimis de siveco, 13.09.2007. Sursa: Sinonime … … Dicționar Român